↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημευμένος η δημευμένη το δημευμένο
      γενική του δημευμένου της δημευμένης του δημευμένου
    αιτιατική τον δημευμένο τη δημευμένη το δημευμένο
     κλητική δημευμένε δημευμένη δημευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημευμένοι οι δημευμένες τα δημευμένα
      γενική των δημευμένων των δημευμένων των δημευμένων
    αιτιατική τους δημευμένους τις δημευμένες τα δημευμένα
     κλητική δημευμένοι δημευμένες δημευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δημευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δημεύω

δημευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία