Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιδημητικός ἐπιδημητική τὸ ἐπιδημητικόν
      γενική τοῦ ἐπιδημητικοῦ τῆς ἐπιδημητικῆς τοῦ ἐπιδημητικοῦ
      δοτική τῷ ἐπιδημητικ τῇ ἐπιδημητικ τῷ ἐπιδημητικ
    αιτιατική τὸν ἐπιδημητικόν τὴν ἐπιδημητικήν τὸ ἐπιδημητικόν
     κλητική ! ἐπιδημητικέ ἐπιδημητική ἐπιδημητικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιδημητικοί αἱ ἐπιδημητικαί τὰ ἐπιδημητικᾰ́
      γενική τῶν ἐπιδημητικῶν τῶν ἐπιδημητικῶν τῶν ἐπιδημητικῶν
      δοτική τοῖς ἐπιδημητικοῖς ταῖς ἐπιδημητικαῖς τοῖς ἐπιδημητικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐπιδημητικούς τὰς ἐπιδημητικᾱ́ς τὰ ἐπιδημητικᾰ́
     κλητική ! ἐπιδημητικοί ἐπιδημητικαί ἐπιδημητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιδημητικώ τὼ ἐπιδημητικᾱ́ τὼ ἐπιδημητικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιδημητικοῖν τοῖν ἐπιδημητικαῖν τοῖν ἐπιδημητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιδημητικός < ἐπί + δῆμος

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπιδημητικός, -ή, -όν

  1. που μένει στον τόπο του, δεν μετακινείται
  2. επιδημητικός

Αντώνυμα επεξεργασία