επιδημώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιδημώ < αρχαία ελληνική ἐπιδημέω / ἐπιδημῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεπιδημώ
Συγγενικά
επεξεργασία- παρεπιδημία
- παρεπιδημώ
- → δείτε τις λέξεις επιδημία και δήμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιδημώ | επιδημούσα | θα επιδημώ | να επιδημώ | επιδημώντας | |
β' ενικ. | επιδημείς | επιδημούσες | θα επιδημείς | να επιδημείς | (επιδήμει) | |
γ' ενικ. | επιδημεί | επιδημούσε | θα επιδημεί | να επιδημεί | ||
α' πληθ. | επιδημούμε | επιδημούσαμε | θα επιδημούμε | να επιδημούμε | ||
β' πληθ. | επιδημείτε | επιδημούσατε | θα επιδημείτε | να επιδημείτε | επιδημείτε | |
γ' πληθ. | επιδημούν(ε) | επιδημούσαν(ε) | θα επιδημούν(ε) | να επιδημούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιδήμησα | θα επιδημήσω | να επιδημήσω | επιδημήσει | ||
β' ενικ. | επιδήμησες | θα επιδημήσεις | να επιδημήσεις | επιδήμησε | ||
γ' ενικ. | επιδήμησε | θα επιδημήσει | να επιδημήσει | |||
α' πληθ. | επιδημήσαμε | θα επιδημήσουμε | να επιδημήσουμε | |||
β' πληθ. | επιδημήσατε | θα επιδημήσετε | να επιδημήσετε | επιδημήστε | ||
γ' πληθ. | επιδήμησαν επιδημήσαν(ε) |
θα επιδημήσουν(ε) | να επιδημήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιδημήσει | είχα επιδημήσει | θα έχω επιδημήσει | να έχω επιδημήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιδημήσει | είχες επιδημήσει | θα έχεις επιδημήσει | να έχεις επιδημήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιδημήσει | είχε επιδημήσει | θα έχει επιδημήσει | να έχει επιδημήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιδημήσει | είχαμε επιδημήσει | θα έχουμε επιδημήσει | να έχουμε επιδημήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιδημήσει | είχατε επιδημήσει | θα έχετε επιδημήσει | να έχετε επιδημήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιδημήσει | είχαν επιδημήσει | θα έχουν επιδημήσει | να έχουν επιδημήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιδημώ
|