Δείτε επίσης: ἐπιδημῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιδημώ < αρχαία ελληνική ἐπιδημέω / ἐπιδημῶ

επιδημώ

  1. (λόγιο) μένω (μόνιμα) σε κάποιο τόπο
  2. (ιατρική) εμφανίζομαι με επιδημία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία