epidemie
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαepidemie (pl)
- epidemia στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαepidemie (ro) θηλυκό
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαepidemie (cs) θηλυκό
- η επιδημία