επιδημιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιδημιολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: épidémiologique < épidémiologie < αρχαία ελληνική ἐπιδημία + λέγω
Επίθετο
επεξεργασία
επιδημιολογικός
- (ιατρική, επιδημιολογία) που έχει σχέση με την επιδημιολογία ή τον επιδημιολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ⮡ επιδημιολογικά στοιχεία, επιδημιολογική έρευνα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις επιδημιολογία, επιδημία και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιδημιολογικός