Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η επιδημιολόγος οι επιδημιολόγοι
      γενική του/της επιδημιολόγου των επιδημιολόγων
    αιτιατική τον/την επιδημιολόγο τους/τις επιδημιολόγους
     κλητική επιδημιολόγε επιδημιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδημιολόγος < επιδημί(α) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιδημιολόγος αρσενικό ή θηλυκό (ιατρική)

  1. (παλαιότερα) ο/η επιστήμονας που μελετούσε τις επιδημίες
  2. (ιατρική, επάγγελμα, επιδημιολογία) ειδικός της υγείας ο οποίος αναλύοντας στατιστικά δεδομένα, μελετά την πορεία και εξέλιξη όλων των νόσων και όχι αποκλειστικά των λοιμωδών, καθώς και την πορεία θεραπειών ή άλλων ζωτικών στοιχείων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία