épidémiologiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
épidémiologiste | épidémiologistes |
épidémiologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épidémiologiste | épidémiologistes |
épidémiologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό