Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.de.mjɔ.lɔ.ʒist/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
épidémiologiste épidémiologistes

épidémiologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό