ινφλουέντζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ινφλουέντζα | οι | ινφλουέντζες |
γενική | της | ινφλουέντζας | — | |
αιτιατική | την | ινφλουέντζα | τις | ινφλουέντζες |
κλητική | ινφλουέντζα | ινφλουέντζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ινφλουέντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική influenza < μεσαιωνική λατινική influentia < λατινική influens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος influo < in- + fluo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαινφλουέντζα θηλυκό
- (ιατρική, παρωχημένο) η γρίπη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ινφλουέντζα
|
Πηγές
επεξεργασία- ινφλουέντσα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)