hold back
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | hold back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | holds back |
αόριστος | held back |
παθητική μετοχή | held back |
ενεργητική μετοχή | holding back |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαhold back (en)
- καθυστερώ, αποτρέπω την πρόοδο ή την ανάπτυξη κάποιου ή κάτι
Πηγές
επεξεργασία- hold back - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 397-398. ISBN 9780194325684., λήμμα: καθυστερώ