ενεστώτας hold back
γ΄ ενικό ενεστώτα holds back
αόριστος held back
παθητική μετοχή held back
ενεργητική μετοχή holding back

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hold back < → δείτε τις λέξεις hold και back

hold back (en)

  • καθυστερώ, αποτρέπω την πρόοδο ή την ανάπτυξη κάποιου ή κάτι
    ⮡  His illness held him back in his studies.
    Η αρρώστια του τον καθυστέρησε στις σπουδές του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay