ενεστώτας come up to
γ΄ ενικό ενεστώτα comes up to
αόριστος came up to
παθητική μετοχή come up to
ενεργητική μετοχή coming up to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come up to < → δείτε τις λέξεις come, up και to

come up to (en)

  1. έρχομαι ως, πλησιάζω ως, φτάνω μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο
    ⮡  The snow came up to my knees.
    Το χιόνι μου ερχόταν ως τα γόνατα.
     συνώνυμα: reach
  2. ανταποκρίνομαι

Δείτε επίσης

επεξεργασία