the other way around
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαthe other way around (en) (ιδιωματισμός)
- αντίστροφα, στην αντίστροφη θέση, κατεύθυνση ή σειρά
- ⮡ In the years before Christ we count the other way around.
- Στις προ Χριστού χρονολογίες μετρούμε αντίστροφα.
- ⮡ The trip from Athens to Thessaloniki and the other way around.
- Το ταξίδι από την Αθήνα προς τη Θεσσαλονίκη και αντίστροφα.
- ⮡ In the years before Christ we count the other way around.
- αντίστροφα, η αντίστροφη κατάσταση
- ⮡ We must work to live not the other way around.
- Πρέπει να δουλεύουμε για να ζούμε κι όχι αντίστροφα.
- ⮡ We must work to live not the other way around.