taxiway
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtaxiway (en) αρσενικό
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
taxiway | taxiways |
taxiway (fr) αρσενικό
taxiway (en) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
taxiway | taxiways |
taxiway (fr) αρσενικό