Ετυμολογία

επεξεργασία

taxiway < taxi + way

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

taxiway (en) αρσενικό

  1. (αεροπορικός όρος) διάδρομος κυκλοφορίας αεροσκαφών σε αεροδρόμιο
  2. (αεροπορικός όρος) τροχόδρομος


  Ετυμολογία

επεξεργασία
taxiway < αγγλική taxiway

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
taxiway taxiways

taxiway (fr) αρσενικό

  1. (αεροπορικός όρος) διάδρομος κυκλοφορίας αεροσκαφών σε αεροδρόμιο
  2. (αεροπορικός όρος) τροχόδρομος

Συνώνυμα

επεξεργασία