tarmac
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαtarmac < tarmacadam < tar + macadam
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtarmac (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tarmac | tarmacs |
tarmac (fr) αρσενικό
- σε αεροδρόμιο