in the way
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin the way (en)
- (ιδιωματισμός) κλείνω το δρόμο, σταματώ κάποιον να κινηθεί ή να κάνει κάτι
- ⮡ Don’t stand in the way!
- Μην κλείνεις το δρόμο!
- ⮡ Don’t stand in the way!