on the way
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαon the way (en) (ιδιωματισμός)
- καθώς κατευθύνομαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- ⮡ Drop it in the mail on your way.
- Ρίξτε το στο ταχυδρομείο στο δρόμο σου.
- ⮡ I lost my phone on the way home/to school.
- Έχασα το τηλέφωνό μου πηγαίνοντας στο σπίτι/στο σχολείο.
- ⮡ On my way back I will stop by his office.
- Στην επιστροφή μου θα περάσω από το γραφείο του.
- ⮡ On the way back from the store, I saw her.
- Γυρίζοντας από το κατάστημα την είδα.
- ⮡ On the way out, I fell down.
- Βγαίνοντας έπεσα κάτω.
- ⮡ He greeted me on the way in.
- Με χαιρέτησε μπαίνοντας.
- ⮡ On my way up the mountain, I saw two birds.
- Ανεβαίνοντας το βουνό, είδα δύο πουλιά
- ⮡ On our way down the stairs, we heard her yell.
- Κατεβαίνοντας τις σκάλες, την ακούσαμε να φωνάζει.
- ⮡ Drop it in the mail on your way.
- για ένα μωρό που δεν έχει γεννηθεί ακόμα
- ⮡ She has another baby on the way.
- Ετοιμάζει κι άλλο παιδί.
- ⮡ She has another baby on the way.
- (ανεπίσημο) έρχομαι
- ⮡ I’m on my way now./I’m on the way now.
- Έρχομαι τώρα.
- ⮡ I’m on my way now./I’m on the way now.