Ετυμολογία

επεξεργασία
by way of < → δείτε τις λέξεις by, way και of

  Έκφραση

επεξεργασία

by way of (en)

  • (ιδιωματισμός) διαμέσου, μέσω, με διαμεσολάβηση κάποιου ή περνώντας από κάπου
    ⮡  He will go by way of Corinth.
    Θα πάει μέσω Κορίνθου.
    ⮡  I will buy it by way of my brother.
    Θα το αγοράσω μέσω του αδελφού μου.
    ⮡  by way of his hard work - διαμέσου της επιμέλειάς του
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη through