Ετυμολογία

επεξεργασία
go out of one's way < → δείτε τις λέξεις go, out, of, one's και way

  Έκφραση

επεξεργασία

go out of one's way (en)

  • (ιδιωματισμός) κάνω ό,τι μπορώ, κάνω ειδική προσπάθεια, δεν φείδομαι κόπων
    He went out of his way to please us.
    Έκανε ό,τι μπορούσε για να μας ευχαριστήσει.