go out of one's way
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασία- (ιδιωματισμός) κάνω ό,τι μπορώ, κάνω ειδική προσπάθεια, δεν φείδομαι κόπων
- ↪ He went out of his way to please us.
- Έκανε ό,τι μπορούσε για να μας ευχαριστήσει.
- ↪ He went out of his way to please us.