aside
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαaside (en)
- παράμερα, στην άκρη, στο πλάι, πιο πέρα
- ⮡ He took him aside and spoke to him.
- Τον πήρε παράμερα και του μίλησε.
- ⮡ He stood/sat aside and listened.
- Στάθηκε/έκατσε παράμερα κι άκουγε.
- ⮡ He took him aside and spoke to him.
- θέτω κατά μέρος, αποταμιεύω
- ⮡ I’m putting aside money for vacation.
- Βάζω κατά μέρος/Αποταμιεύω χρήματα για διακοπές.
- ⮡ I’m putting aside money for vacation.
- (μόνο μετά το ουσιαστικό) εκτός από, δηλώνει εξαίρεση
- ⮡ He is capable of any crime murder aside.
- Είναι ικανός για κάθε έγκλημα εκτός από φόνο.
- ⮡ He is capable of any crime murder aside.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaside (en)
- ο μονόλογος στο θέατρο
- η παρένθεση στον λόγο
- ⮡ I’ll say it as an aside to refer to the preceding events.
- Θ΄ ανοίξω μια παρένθεση για να αναφερθώ στα γεγονότα που προηγήθηκαν.
- ⮡ I’ll say it as an aside to refer to the preceding events.
- πληροφορία εκτός θέματος