Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈsaɪd/

  Επίρρημα

επεξεργασία

aside (en)

  1. παράμερα, στην άκρη, στο πλάι, πιο πέρα
    ⮡  He took him aside and spoke to him.
    Τον πήρε παράμερα και του μίλησε.
    ⮡  He stood/sat aside and listened.
    Στάθηκε/έκατσε παράμερα κι άκουγε.
  2. θέτω κατά μέρος, αποταμιεύω
    ⮡  I’m putting aside money for vacation.
    Βάζω κατά μέρος/Αποταμιεύω χρήματα για διακοπές.
  3. (μόνο μετά το ουσιαστικό) εκτός από, δηλώνει εξαίρεση
    ⮡  He is capable of any crime murder aside.
    Είναι ικανός για κάθε έγκλημα εκτός από φόνο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aside (en)

  1. ο μονόλογος στο θέατρο
  2. η παρένθεση στον λόγο
    ⮡  I’ll say it as an aside to refer to the preceding events.
    Θ΄ ανοίξω μια παρένθεση για να αναφερθώ στα γεγονότα που προηγήθηκαν.
  3. πληροφορία εκτός θέματος
     συνώνυμα: tangent

Συγγενικά

επεξεργασία