↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυσύχναστος η πολυσύχναστη το πολυσύχναστο
      γενική του πολυσύχναστου της πολυσύχναστης του πολυσύχναστου
    αιτιατική τον πολυσύχναστο την πολυσύχναστη το πολυσύχναστο
     κλητική πολυσύχναστε πολυσύχναστη πολυσύχναστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυσύχναστοι οι πολυσύχναστες τα πολυσύχναστα
      γενική των πολυσύχναστων των πολυσύχναστων των πολυσύχναστων
    αιτιατική τους πολυσύχναστους τις πολυσύχναστες τα πολυσύχναστα
     κλητική πολυσύχναστοι πολυσύχναστες πολυσύχναστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυσύχναστος < πολύς + συχνάζω (Η λέξη μαρτυρείται από το 1844)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.liˈsi.xna.stos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /po.liˈsi.xna.sti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /po.liˈsi.xna.sto/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυσύχναστος, -η, -ο

  • που τον συχνάζει πολύς κόσμος
    πολυσύχναστη παραλία
    πολυσύχναστο μονοπάτι

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία