Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απομακρυσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απομακρυσμέν
ος
η
απομακρυσμέν
η
το
απομακρυσμέν
ο
γενική
του
απομακρυσμέν
ου
της
απομακρυσμέν
ης
του
απομακρυσμέν
ου
αιτιατική
τον
απομακρυσμέν
ο
την
απομακρυσμέν
η
το
απομακρυσμέν
ο
κλητική
απομακρυσμέν
ε
απομακρυσμέν
η
απομακρυσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απομακρυσμέν
οι
οι
απομακρυσμέν
ες
τα
απομακρυσμέν
α
γενική
των
απομακρυσμέν
ων
των
απομακρυσμέν
ων
των
απομακρυσμέν
ων
αιτιατική
τους
απομακρυσμέν
ους
τις
απομακρυσμέν
ες
τα
απομακρυσμέν
α
κλητική
απομακρυσμέν
οι
απομακρυσμέν
ες
απομακρυσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απομακρυσμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απομακρύνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
απομακρυνόμενος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
απομακρύνω
και
μακρύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απομακρυσμένος
αγγλικά
:
distant
(en)
γαλλικά
:
isolé
(fr)
,
retiré
(fr)
,
seul
(fr)
,
confiné
(fr)
,
cloîtré
(fr)