απομακρυνόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααπομακρυνόμενος -η -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος απομακρύνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις απομακρύνω και μακρύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία απομακρυνόμενος
|