retiré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | retiré | retirés |
θηλυκό | retirée | retirées |
Επίθετο
επεξεργασίαretiré (fr)
- απομονωμένος, αποτραβηγμένος, απομακρυσμένος που έχει αποσυρθεί
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | retiré | retirés |
θηλυκό | retirée | retirées |
retiré (fr)