αποτραβηγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.tɾa.viɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τρα‐βηγ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίααποτραβηγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποτραβώ: που έχει αποτραβηχτεί