Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

έρημο

  1. αιτιατική ενικού του έρημος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του έρημος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

έρημο θηλυκό

  1. αιτιατική ενικού του έρημος