↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άραχλος η άραχλη το άραχλο
      γενική του άραχλου της άραχλης του άραχλου
    αιτιατική τον άραχλο την άραχλη το άραχλο
     κλητική άραχλε άραχλη άραχλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άραχλοι οι άραχλες τα άραχλα
      γενική των άραχλων των άραχλων των άραχλων
    αιτιατική τους άραχλους τις άραχλες τα άραχλα
     κλητική άραχλοι άραχλες άραχλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άραχλος < άραχνος < αραχνιάζω(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.ɾa.xlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐ρα‐χλος

  Επίθετο

επεξεργασία

άραχλος, -η, -ο

  1. δυστυχισμένος
  2. σκοτεινός, πένθιμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία