άραχλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άραχλος | η | άραχλη | το | άραχλο |
γενική | του | άραχλου | της | άραχλης | του | άραχλου |
αιτιατική | τον | άραχλο | την | άραχλη | το | άραχλο |
κλητική | άραχλε | άραχλη | άραχλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άραχλοι | οι | άραχλες | τα | άραχλα |
γενική | των | άραχλων | των | άραχλων | των | άραχλων |
αιτιατική | τους | άραχλους | τις | άραχλες | τα | άραχλα |
κλητική | άραχλοι | άραχλες | άραχλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɾa.xlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ρα‐χλος
Επίθετο
επεξεργασίαάραχλος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυστυχισμένος
→ δείτε τη λέξη δυστυχισμένος |
πένθιμος
→ δείτε τη λέξη πένθιμος |