Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραχνιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αραχνιάζω

  1. σκεπάζομαι από ιστούς αράχνης
  2. γεμίζω αραχνιές

  Μεταφράσεις επεξεργασία