συνάνθρωπος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνάνθρωπος < μεσαιωνική ελληνική συνάνθρωπος (σε κείμενα του 15ου αιώνα)[1]. Επίσης, έχει χαρακτηρισθεί[2] ως μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Mitmensch. Δείτε και τα αρχαία ελληνικά συνανθρωπέω, συνανθρωπεύομαι, συνανθρώπισις. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + ἀνθρωπος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈnan.θɾo.pos/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνάνθρωπος αρσενικό
- ο άνθρωπος σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- ο πλησίον
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «συνάνθρωπος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.