ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πελάτις αἱ πελάτιδες
      γενική τῆς πελάτιδος τῶν πελατίδων
      δοτική τῇ πελάτιδ ταῖς πελάτισ(ν)
    αιτιατική τὴν πελάτιν τὰς πελάτιδᾰς
     κλητική ! πελάτι πελάτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πελάτιδε
γεν-δοτ τοῖν  πελατίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πελάτις, -ιδος θηλυκό