Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pulse pulses

pulse (en)

  1. ο σφυγμός
    ⮡  I’m feeling for the patient’s pulse.
    Ψηλαφώ το σφυγμό του αρρώστου.
  2. το όσπριο
ενεστώτας pulse
γ΄ ενικό ενεστώτα pulses
αόριστος pulsed
παθητική μετοχή pulsed
ενεργητική μετοχή pulsing

pulse (en)

  1. (αμετάβατο) χτυπάω, πάλλομαι, χτυπάω ή ρέω με δυνατές τακτικές κινήσεις ή ήχους, π.χ. για σφυγμό αίματος
    ⮡  The news sent his blood pulsing strongly through his veins.
    Τα νέα έκαμαν το αίμα του να χτυπάει δυνατά στις φλέβες του.
  2. (αμετάβατο) πάλλομαι, είμαι γεμάτος από ένα συναίσθημα όπως ενθουσιασμό
    ⮡  His voice pulsed with emotion.
    Η φωνή του έπαλλε από συγκίνηση.