προσπέλασις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσπέλασῐς | αἱ | προσπελάσεις | ||||
γενική | τῆς | προσπελάσεως | τῶν | προσπελάσεων | ||||
δοτική | τῇ | προσπελάσει | ταῖς | προσπελάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προσπέλασῐν | τὰς | προσπελάσεις | ||||
κλητική ὦ! | προσπέλασῐ | προσπελάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσπελάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προσπελασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσπέλασις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσπέλασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- προσπέλασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.