Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προσπελάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσπελάζω
  2. θα προσπελάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσπελάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

προσπελάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσπέλαση