προσπελάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προσπελάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσπελάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσπελάζω
- θα προσπελάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσπελάζω