καταδιώκομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταδιώκομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καταδιώκω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταδιώκομαι | καταδιωκόμουν(α) | θα καταδιώκομαι | να καταδιώκομαι | ||
β' ενικ. | καταδιώκεσαι | καταδιωκόσουν(α) | θα καταδιώκεσαι | να καταδιώκεσαι | (καταδιώκου) | |
γ' ενικ. | καταδιώκεται | καταδιωκόταν(ε) | θα καταδιώκεται | να καταδιώκεται | ||
α' πληθ. | καταδιωκόμαστε | καταδιωκόμαστε καταδιωκόμασταν |
θα καταδιωκόμαστε | να καταδιωκόμαστε | ||
β' πληθ. | καταδιώκεστε | καταδιωκόσαστε καταδιωκόσασταν |
θα καταδιώκεστε | να καταδιώκεστε | (καταδιώκεστε) | |
γ' πληθ. | καταδιώκονται | καταδιώκονταν καταδιωκόντουσαν |
θα καταδιώκονται | να καταδιώκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταδιώχτηκα | θα καταδιωχτώ | να καταδιωχτώ | καταδιωχτεί | ||
β' ενικ. | καταδιώχτηκες | θα καταδιωχτείς | να καταδιωχτείς | καταδιώξου | ||
γ' ενικ. | καταδιώχτηκε | θα καταδιωχτεί | να καταδιωχτεί | |||
α' πληθ. | καταδιωχτήκαμε | θα καταδιωχτούμε | να καταδιωχτούμε | |||
β' πληθ. | καταδιωχτήκατε | θα καταδιωχτείτε | να καταδιωχτείτε | καταδιωχτείτε | ||
γ' πληθ. | καταδιώχτηκαν καταδιωχτήκαν(ε) |
θα καταδιωχτούν(ε) | να καταδιωχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταδιωχτεί | είχα καταδιωχτεί | θα έχω καταδιωχτεί | να έχω καταδιωχτεί | καταδιωγμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταδιωχτεί | είχες καταδιωχτεί | θα έχεις καταδιωχτεί | να έχεις καταδιωχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταδιωχτεί | είχε καταδιωχτεί | θα έχει καταδιωχτεί | να έχει καταδιωχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταδιωχτεί | είχαμε καταδιωχτεί | θα έχουμε καταδιωχτεί | να έχουμε καταδιωχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταδιωχτεί | είχατε καταδιωχτεί | θα έχετε καταδιωχτεί | να έχετε καταδιωχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταδιωχτεί | είχαν καταδιωχτεί | θα έχουν καταδιωχτεί | να έχουν καταδιωχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταδιώκομαι
|