καρπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρπίζω < αρχαία ελληνική καρπίζω < καρπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker-p- (κόβω, δρέπω)
Ρήμα
επεξεργασίακαρπίζω
- απολαμβάνω τους καρπούς
- εκμεταλλεύομαι
- κάνω να καρποφορήσει
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρπίζω | κάρπιζα | θα καρπίζω | να καρπίζω | καρπίζοντας | |
β' ενικ. | καρπίζεις | κάρπιζες | θα καρπίζεις | να καρπίζεις | κάρπιζε | |
γ' ενικ. | καρπίζει | κάρπιζε | θα καρπίζει | να καρπίζει | ||
α' πληθ. | καρπίζουμε | καρπίζαμε | θα καρπίζουμε | να καρπίζουμε | ||
β' πληθ. | καρπίζετε | καρπίζατε | θα καρπίζετε | να καρπίζετε | καρπίζετε | |
γ' πληθ. | καρπίζουν(ε) | κάρπιζαν καρπίζαν(ε) |
θα καρπίζουν(ε) | να καρπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κάρπισα | θα καρπίσω | να καρπίσω | καρπίσει | ||
β' ενικ. | κάρπισες | θα καρπίσεις | να καρπίσεις | κάρπισε | ||
γ' ενικ. | κάρπισε | θα καρπίσει | να καρπίσει | |||
α' πληθ. | καρπίσαμε | θα καρπίσουμε | να καρπίσουμε | |||
β' πληθ. | καρπίσατε | θα καρπίσετε | να καρπίσετε | καρπίστε | ||
γ' πληθ. | κάρπισαν καρπίσαν(ε) |
θα καρπίσουν(ε) | να καρπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καρπίσει | είχα καρπίσει | θα έχω καρπίσει | να έχω καρπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καρπίσει | είχες καρπίσει | θα έχεις καρπίσει | να έχεις καρπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καρπίσει | είχε καρπίσει | θα έχει καρπίσει | να έχει καρπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καρπίσει | είχαμε καρπίσει | θα έχουμε καρπίσει | να έχουμε καρπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καρπίσει | είχατε καρπίσει | θα έχετε καρπίσει | να έχετε καρπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καρπίσει | είχαν καρπίσει | θα έχουν καρπίσει | να έχουν καρπίσει |
|