Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠλεσίκαρπος < ὤλεσα (απώλεσα) < ὄλλυμι (χάνω) + καρπός

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠλεσίκαρπος

  1. που χάνει τους καρπούς του
    ἰτέαι ὠλεσίκαρποι (Ομήρου Οδύσσεια, κ 510)

  Αναφορές

επεξεργασία