κάρπωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κάρπωσῐς | αἱ | καρπώσεις |
γενική | τῆς | καρπώσεως | τῶν | καρπώσεων |
δοτική | τῇ | καρπώσει | ταῖς | καρπώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κάρπωσῐν | τὰς | καρπώσεις |
κλητική ὦ! | κάρπωσῐ | καρπώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρπώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καρπωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακάρπωσις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κάρπωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάρπωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.