Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρποφάγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καρποφάγ
ος
η
καρποφάγ
α
το
καρποφάγ
ο
γενική
του
καρποφάγ
ου
της
καρποφάγ
ας
του
καρποφάγ
ου
αιτιατική
τον
καρποφάγ
ο
την
καρποφάγ
α
το
καρποφάγ
ο
κλητική
καρποφάγ
ε
καρποφάγ
α
καρποφάγ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καρποφάγ
οι
οι
καρποφάγ
ες
τα
καρποφάγ
α
γενική
των
καρποφάγ
ων
των
καρποφάγ
ων
των
καρποφάγ
ων
αιτιατική
τους
καρποφάγ
ους
τις
καρποφάγ
ες
τα
καρποφάγ
α
κλητική
καρποφάγ
οι
καρποφάγ
ες
καρποφάγ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρποφάγος
<
αρχαία ελληνική
καρποφάγος
Επίθετο
επεξεργασία
καρποφάγος
που
τρώει
καρπούς
Συγγενικά
επεξεργασία
καρποφαγία
→
δείτε
τις λέξεις
καρπός
και
τρώω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρποφάγος
αγγλικά
:
frugivore
(en)
γαλλικά
:
frugivore
(fr)
ισπανικά
:
frugívoro
(es)
ολλανδικά
:
vruchteneter
(nl)
>
πολωνικά
:
owocożerny
(pl)