Ετυμολογία

επεξεργασία
frugivore < λατινική frux (γενική: frugis) + -vore

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fʁyʒivɔʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
frugivore frugivores

frugivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό