Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
pulso
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πορτογαλικά
(pt)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
pulso
pulsos
pulso
(pt)
αρσενικό
(
ανατομία
) o
καρπός
(του χεριού)