καρπώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρπώνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακαρπώνομαι (αποθετικό ρήμα)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρπώνομαι | καρπωνόμουν(α) | θα καρπώνομαι | να καρπώνομαι | ||
β' ενικ. | καρπώνεσαι | καρπωνόσουν(α) | θα καρπώνεσαι | να καρπώνεσαι | (καρπώνου) | |
γ' ενικ. | καρπώνεται | καρπωνόταν(ε) | θα καρπώνεται | να καρπώνεται | ||
α' πληθ. | καρπωνόμαστε | καρπωνόμαστε καρπωνόμασταν |
θα καρπωνόμαστε | να καρπωνόμαστε | ||
β' πληθ. | καρπώνεστε | καρπωνόσαστε καρπωνόσασταν |
θα καρπώνεστε | να καρπώνεστε | (καρπώνεστε) | |
γ' πληθ. | καρπώνονται | καρπώνονταν καρπωνόντουσαν |
θα καρπώνονται | να καρπώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καρπώθηκα | θα καρπωθώ | να καρπωθώ | καρπωθεί | ||
β' ενικ. | καρπώθηκες | θα καρπωθείς | να καρπωθείς | καρπώσου | ||
γ' ενικ. | καρπώθηκε | θα καρπωθεί | να καρπωθεί | |||
α' πληθ. | καρπωθήκαμε | θα καρπωθούμε | να καρπωθούμε | |||
β' πληθ. | καρπωθήκατε | θα καρπωθείτε | να καρπωθείτε | καρπωθείτε | ||
γ' πληθ. | καρπώθηκαν καρπωθήκαν(ε) |
θα καρπωθούν(ε) | να καρπωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καρπωθεί | είχα καρπωθεί | θα έχω καρπωθεί | να έχω καρπωθεί | καρπωμένος | |
β' ενικ. | έχεις καρπωθεί | είχες καρπωθεί | θα έχεις καρπωθεί | να έχεις καρπωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καρπωθεί | είχε καρπωθεί | θα έχει καρπωθεί | να έχει καρπωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καρπωθεί | είχαμε καρπωθεί | θα έχουμε καρπωθεί | να έχουμε καρπωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καρπωθεί | είχατε καρπωθεί | θα έχετε καρπωθεί | να έχετε καρπωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καρπωθεί | είχαν καρπωθεί | θα έχουν καρπωθεί | να έχουν καρπωθεί |