Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρπωμένος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
καρπωμέν
ος
καρπωμέν
η
καρπωμέν
ο
γενική
καρπωμέν
ου
καρπωμέν
ης
καρπωμέν
ου
αιτιατική
καρπωμέν
ο
καρπωμέν
η
καρπωμέν
ο
κλητική
καρπωμέν
ε
καρπωμέν
η
καρπωμέν
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
καρπωμέν
οι
καρπωμέν
ες
καρπωμέν
α
γενική
καρπωμέν
ων
καρπωμέν
ων
καρπωμέν
ων
αιτιατική
καρπωμέν
ους
καρπωμέν
ες
καρπωμέν
α
κλητική
καρπωμέν
οι
καρπωμέν
ες
καρπωμέν
α
Μετοχή
Επεξεργασία
καρπωμένος, -η, -ο
μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος
καρπώνομαι
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
καρπωμένος