• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καρπωμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική καρπωμένος καρπωμένη καρπωμένο
γενική καρπωμένου καρπωμένης καρπωμένου
αιτιατική καρπωμένο καρπωμένη καρπωμένο
κλητική καρπωμένε καρπωμένη καρπωμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική καρπωμένοι καρπωμένες καρπωμένα
γενική καρπωμένων καρπωμένων καρπωμένων
αιτιατική καρπωμένους καρπωμένες καρπωμένα
κλητική καρπωμένοι καρπωμένες καρπωμένα

  ΜετοχήΕπεξεργασία

καρπωμένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καρπώνομαι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καρπωμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καρπωμένος&oldid=4831910"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Σεπτεμβρίου 2020, στις 10:10

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Σεπτεμβρίου 2020, στις 10:10.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie