Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξηροκάρπι τα ξηροκάρπια
      γενική
    αιτιατική το ξηροκάρπι τα ξηροκάρπια
     κλητική ξηροκάρπι ξηροκάρπια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξηροκάρπι < ξηροί καρποί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξηροκάρπι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία