καρπός ἥβης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίακαρπὸς ἥβης
- οι πρώτες τρίχες του γενιού
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 9. Τελεσικράτει Κυρηναίῳ ὁπλιτοδρόμῳ, 111 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (9.110-9.112)
- χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας | καρπὸν ἀνθήσαντ᾽ ἀποδρέψαι | ἔθελον.
- και θέλαν τον ολάνθιστο καρπό της νιότης της | της χρυσοστεφανωμένης να δρέψουν.
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- κι όλοι ᾽χαν λαχτάρα να κόψουν | τον καρπό τον ολάνθιστο της χρυσοστέφανης νιότης.
- Μετάφραση (1958), Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- και θέλαν τον ολάνθιστο καρπό της νιότης της | της χρυσοστεφανωμένης να δρέψουν.
- χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας | καρπὸν ἀνθήσαντ᾽ ἀποδρέψαι | ἔθελον.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 9. Τελεσικράτει Κυρηναίῳ ὁπλιτοδρόμῳ, 111 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (9.110-9.112)
Πηγές
επεξεργασία- καρπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.