Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθινόκαρπος < φθίνω + καρπός

  Επίθετο επεξεργασία

ὁ, ἡ φθινόκαρπος, το φθινόκαρπον