Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φθινόκαρπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φθινόκαρπος
<
φθίνω
+
καρπός
Επίθετο
επεξεργασία
ὁ, ἡ
φθινόκαρπος
, το φθινόκαρπον
το δέντρο που δεν
καρποφορεί
, που δεν είναι πια
γόνιμο
ή έχουν κοπεί τα
κλαριά
του