Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγαλόκαρπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεγαλόκαρπ
ος
η
μεγαλόκαρπ
η
το
μεγαλόκαρπ
ο
γενική
του
μεγαλόκαρπ
ου
της
μεγαλόκαρπ
ης
του
μεγαλόκαρπ
ου
αιτιατική
τον
μεγαλόκαρπ
ο
τη
μεγαλόκαρπ
η
το
μεγαλόκαρπ
ο
κλητική
μεγαλόκαρπ
ε
μεγαλόκαρπ
η
μεγαλόκαρπ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεγαλόκαρπ
οι
οι
μεγαλόκαρπ
ες
τα
μεγαλόκαρπ
α
γενική
των
μεγαλόκαρπ
ων
των
μεγαλόκαρπ
ων
των
μεγαλόκαρπ
ων
αιτιατική
τους
μεγαλόκαρπ
ους
τις
μεγαλόκαρπ
ες
τα
μεγαλόκαρπ
α
κλητική
μεγαλόκαρπ
οι
μεγαλόκαρπ
ες
μεγαλόκαρπ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγαλόκαρπος
<
μεγάλος
+
-ο-
+
καρπός
Επίθετο
επεξεργασία
μεγαλόκαρπος
που αφορά
καρπό
μεγάλο
σε
μέγεθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαλόκαρπος