↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νέστορας οι Νέστορες
      γενική του Νέστορα των Νεστόρων
    αιτιατική τον Νέστορα τους Νέστορες
     κλητική Νέστορα Νέστορες
Δείτε και «Νέστωρ»
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Νέστορας < αρχαία ελληνική Νέστωρ

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νέστορας αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ο σεβάσμιος, συνετός γέροντας
  3. ανδρικό επώνυμο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία