σελίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σελίνι | τα | σελίνια |
γενική | του | σελινιού | των | σελινιών |
αιτιατική | το | σελίνι | τα | σελίνια |
κλητική | σελίνι | σελίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σελίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική scellini πληθυντικός αριθμός του scellino (αρσενικό) < γαλλική schelling < αγγλική shilling < πρωτογερμανική *skillingaz < *skiljaną (κόβω, χωρίζω, διαιρώ) (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kelH-) + *-lingaz [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seˈli.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λί‐νι
- ομόηχο: σελήνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασελίνι ουδέτερο
- (παρωχημένο) νόμισμα που χρησιμοποιούνταν παλιότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ίσο με το 1/12 της στερλίνας και με 12 παλαιές πένες
- (παρωχημένο) νόμισμα που χρησιμοποιούνταν παλιότερα στην Κύπρο
- (νόμισμα) που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα σε διάφορες χώρες τις Αφρικής
- (κυπριακά) γενική λέξη για οποιοδήποτε κέρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας