άκρον άωτον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άκρον άωτον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄκρον ἄωτον < ἄκρος & + ἄωτον → δείτε τις λέξεις άκρο και άωτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈakɾon ˈaoton/
Έκφραση
επεξεργασίαάκρον άωτον ουδέτερο άκλιτο
- (λόγιο) το πιο ακραίο σημείο, το ανώτερο σημείο που μπορεί να φτάσει μία κατάσταση
- ※ Το άκρον άωτον του κυνισμού και της αναλγησίας. Αφού με την ολέθρια και ανιστόρητη πολιτική τους οδήγησαν τη χώρα στη Μεγάλη Ύφεση και τους ανθρώπους της στη φτώχεια και στην ανεργία, τώρα έρχονται να τους βγάλουν και από τα σπίτια τους με το αιτιολογικό ότι δεν πληρώνουν τα δάνεια! (@tovima.gr)
- άλλες μορφές: άκρον άωτο, άκρο άωτο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- άωτον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άκρον άωτο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας