Δείτε επίσης: άωτον
ουδέτερο ἄωτον ή αρσενικό ἄωτος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄωτον τὰ ἄωτ
      γενική τοῦ ἀώτου τῶν ἀώτων
      δοτική τῷ ἀώτ τοῖς ἀώτοις
    αιτιατική τὸ ἄωτον τὰ ἄωτ
     κλητική ! ἄωτον ἄωτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀώτω
γεν-δοτ τοῖν  ἀώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ἄωτον < αβέβαιης ετυμολογίας· έχει προταθεί η σύνδεση με το ρήμα ἄημι (φυσάω, πνέω).[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄωτον ουδέτερο

  1. καλής ποιότητας μαλλί προβάτου
  2. το καλύτερο μέρος ενός οποιουδήποτε πράγματος
    εκφράσεις: ἄκρον ἄωτον (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ἄωτον: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ἄωτον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ἄωτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ἄωτος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ἄωτον αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «άωτον» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.