ἄωτος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἄωτος: → δείτε τη λέξη ἄωτον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουδέτερο ἄωτον ή αρσενικό ἄωτος | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἄωτος | οἱ | ἄωτοι | ||||
γενική | τοῦ | ἀώτου | τῶν | ἀώτων | ||||
δοτική | τῷ | ἀώτῳ | τοῖς | ἀώτοις | ||||
αιτιατική | τὸν | ἄωτον | τοὺς | ἀώτους | ||||
κλητική ὦ! | ἄωτε | ἄωτοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀώτω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀώτοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ἄωτος, -ου
- αρσενικό, μορφή του ουδέτερου ἄωτον
Επίθετο
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄωτος | τὸ | ἄωτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀώτου | τοῦ | ἀώτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀώτῳ | τῷ | ἀώτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄωτον | τὸ | ἄωτον | ||
κλητική ὦ! | ἄωτε | ἄωτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄωτοι | τὰ | ἄωτᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀώτων | τῶν | ἀώτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀώτοις | τοῖς | ἀώτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀώτους | τὰ | ἄωτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄωτοι | ἄωτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀώτω | τὼ | ἀώτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀώτοιν | τοῖν | ἀώτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ἄωτος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- ἄωτον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄωτον, ἄωτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.